αποκαΐδι

αποκαΐδι
το головня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποκαΐδι" в других словарях:

  • αποκαΐδι — το [αποκαίω] απομεινάρι του δαυλιού, μισοκαμένο ξύλο …   Dictionary of Greek

  • αποκαΐδι — το ϊδιού, απομεινάρι καύσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόκαμα — το (AM ἀπόκαυμα) το αποκαΐδι* αρχ. μσν. 1. το έγκαυμα 2. η χιονίστρα …   Dictionary of Greek

  • απόκαφτρο — το 1. το αποκαΐδι*. 2. η κάφτρα του φιτιλιού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»